ινιδώδης

ινιδώδης
-ες
αυτός που αποτελείται από λεπτότατα ινίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ινίδιο + -ώδης (πρβλ. ιν-ώδης, νευρ-ώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεωργ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”